- ραββί
- ο церк, великий учитель (о Христе)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ῥαββί — O my Master masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραββί — ο / ῥαββί, ΝΜΑ, και ραβί Ν, και ῥαββίς και ῥαββονί και ῥαββουνί Α (κυρίως στην Καινή Διαθήκη) 1. τίτλος που αποδίδεται από τους Εβραίους στους επίσημους ερμηνευτές τού Νόμου και τής Γραφής, μέγας διδάσκαλος τού Μωσαϊκού Νόμου 2. (στους… … Dictionary of Greek
ῥαββουνί — ῥαββί O my Master masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Codex Bezae — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 05 A sample of the Greek text from the Codex Bezae … Wikipedia
раввин — равин еврейский проповедник и законоучитель , ст. слав. равви ῥαββί. Ввиду наличия в через греч. ῥαββί от др. еврейск. rabbî мой учитель (Литтман 45; Клюге Гётце 464). Напротив, с Запада происходит укр. рабин, блр. рабiн – через польск. rabin… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Rabbi — For other uses, see Rabbi (disambiguation). Rabbi Moshe Feinstein, a leading Rabbinical authority for Orthodox Jewry of the second half of the twentieth century … Wikipedia
Ройлос, Георгиос — Георгиос Ройлос греч. Γεώργιος Ροϊλός … Википедия
Ραββανίτες — και Ραβανίτες, οι, Ν [ραββι] εκκλ. οπαδοί εβραϊκής αίρεσης η οποία αναγνωρίζει ως πηγή τής εβραϊκής θρησκείας τόσο τον γραπτό νόμο τής Παλαιάς Διαθήκης όσο και τον προφορικό Νόμο που περιλαμβάνουν τα δύο Ταλμούδ … Dictionary of Greek
ραβί — ο, Ν (στους Εβραίους) βλ. ραββί … Dictionary of Greek
ραβίνος — Γράφεται σε παλαιότερα κείμενα ραββίνος (από το εβραϊκό ραβ, ραβί και στα βιβλικά κείμενα ραββί = διδάσκαλος). Στον ιουδαϊσμό, ο ειδικευμένος στα θέματα του θρησκευτικού νόμου και της παράδοσης, η αυθεντία του οποίου ανάγεται στον Μωυσή. Ο τίτλος … Dictionary of Greek
ραββίς — ὁ, Α βλ. ραββί … Dictionary of Greek